Επιπεφυκίτις
Ο επιπεφυκώς είναι ο υμένας που καλύπτει τον σκληρό (άσπρο μέρος του ματιού) και την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων. Οι διαταραχές του επιπεφυκότα είναι μια συχνή αιτία παραπόνων από τους ασθενείς.
Ο επιπεφυκώς μπορεί να φλεγμαίνει μετά απο βακτηριακή η ιογενή μόλυνση καταλήγοντας στη γνωστή επιπεφυκίτιδα. Η επιφάνεια όμως του ματιού εκτίθεται σε διάφορα εξωτερικά ερεθίσματα αλλεργιογόνα (αλλεργική επιπεφυκίτις), χημικά ερεθίσματα και ξηρότητα (dry eye - ξηρά κερατοεπιπεφυκίτιδα).
Η ΒΑΚΤΗΡΙΑΚΗ ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΣ προκαλεί ερεθισμό (κόκκινο μάτι), δακρύρροια και ένα κολλώδες γκριζωπό η κιτρινωπό βλεννοπυώδες έκκριμα το οποίο κολλάει στα βλέφαρα ειδικότερα μετά τον ύπνο.
Υπάρχουν όμως βακτήρια όπως τα Chlamydia trachomatis η Moraxella που δυνατόν να προκαλέσουν επιμένουσα φλεγμονή χωρίς έκκριμα, χωρίς ιδιαίτερη ερυθρότητα αλλά επιμένουσα αίσθηση ξένου σώματος. Η θεραπεία της περιλαμβάνει τοπική αντιβίωση σε μορφή σταγόνων (κολλύριο) και αλοιφής.
Καλλιέργειες δεν δίνονται συχνά επειδή συνήθως η θεραπεία δίνεται εμπειρικά με ένα αντιβιοτικό ευρέος φάσματος και είναι αποτελεσματική. Επιπεφυκιτικά επιχρίσματα δίνονται όταν το ιστορικό και τα σημεία δείχνουν βακτηριακή επιπεφυκίτιδα αλλά δεν υπάρχει ανταπόκριση στην τοπική θεραπεία.
Μελέτες δείχνουν ότι πολλά βακτήρια που ευθύνονται για ήπιες επιπεφυκίτιδες δεν ανιχνεύονται στις συνήθεις καλλιέργειες των μικροβιολογικών εργαστηρίων, έτσι ψευδώς αρνητικές καλλιέργειες είναι συχνές.
Επιπεφυκιτικά επιχρίσματα είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για τον προσδιορισμό χλαμυδιακών μολύνσεων όπου δίνεται και συστηματική αντιβίωση. Προσοχή στην αδιάκριτη τοπική χρήση αντιβιοτικών γιατί μπορεί να προκαλέσουν τοξικότητα.
Η ΙΟΓΕΝΗΣ ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΣ συχνά συνδέεται με μόλυνση του ανώτερου αναπνευστικού (αδενοϊοί). Στα συμπτώματα κυριαρχούν η υπερβολική δακρύρροια, η διάχυτη έντονη ερυθρότητα και το οίδημα των βλεφάρων το οποίο μερικές φορές είναι τόσο έντονο ώστε το μάτι "κλείνει".
Συνήθως αρχίζει στο ένα μάτι και μετά εξαπλώνετα στο άλλο. Αλλοι ιοί που προσβάλλουν το μάτι είναι οι ερπητοϊοί και οι εντεροϊοί. Η ιογενής επιπεφυκίτις (από αδενοϊούς ) είναι μία αυτοϊώμενη πάθηση της οποίας ο κύκλος ολοκληρώνεται σε δύο εβδομάδες.
Η θεραπεία είναι ανακουφιστική με τεχνητά δάκρυα, κομπρέσες ενώ σε βαρύτερες περιπτώσεις τα κορτιζονούχα κολλύρια ανακουφίζουν μειώνοντας τη φλεγμονή.
Προσοχή χρειάζεται όταν ο ιός ανήκει στην οικογένεια των ερπητοϊών όπου τα κορτιζονούχα κολλύρια δυνατόν να επιδεινώσουν τη λοίμωξη ενώ χρειάζεται ειδική αντιιική θεραπεία.
Τόσο η βακτηριακή αλλά ιδιαίτερα η ιογενής επιπεφυκίτις είναι ιδιαίτερα μεταδοτικές.
Αυστηροί ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ πρέπει να εφαρμόζονται για την αποφυγή της μετάδοσης (αποφυγή επαφής των χεριών με τα μάτια και το πρόσωπο, απολύμανση επιφανειών που δυνατόν να έχουν μολυνθεί από μολυσμένα χέρια όπως τα χερούλια από τις πόρτες, αποφυγή χειραψιών και επαναχρησιμοποίησης χαρτομάνδηλων, αυστηρή προσωπική χρήση πετσέτας, μαξιλαριών, καλλυντικών).
Η φλεγμονή του επιπεφυκότα που οφείλεται σε αλλεργιογόνα αίτια προκαλεί την ΑΛΛΕΡΓΙΚΗ ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑ.
Η αιτία είναι μία αντίδραση του ανοσοποιητικού μας συστήματος σε κάποϊο αλλεργιογόνο. Είναι συχνή σε άτομα που έχουν άλλες αλλεργικές εκδηλώσεις όπως άσθμα η έκζεμα.
Τα πιο συχνά αλλεργιογόνα αίτια της επιπεφυκίτιδας είναι η γύρη από δένδρα, το γρασίδι, τα αγριόχορτα, δέρμα και εκκρίσεις από ζώα, αρώματα, καλλυντικά, δερματολογικά φάρμακα, καπνός, ακάρεα σκόνης και κολλύρια.
Τα συμπτώματα είναι χειρότερα όταν ο καιρός είναι ξεστός και ξηρός ενώ οι χαμηλές θερμοκρασίες και η βροχή προκαλούν ύφεση των συμπτωμάτων.
Τα συμπτώματα είναι ερυθρότης, οίδημα επιπεφυκότος, αίσθηση ξένου σώματος, φωτοφοβία ενώ τα κυρίαρχα συμπτώματα είναι η φαγούρα και η δακρύρροια για τα οποία παραπονούνται ποσοστό 75% των ατόμων με αλλεργική επιπεφυκίτιδα.
Ολα τα παραπάνω οφείλονται στην παραγωγή ισταμίνης από τα μαστοκύτταρα. Ενα λεπτομερές ιστορικό από τον οφθαλμίατρο βοηθά να καθοριστεί εάν η επιπεφυκίτιδα οφείλεται σε αλλεργία η σε άλλη αιτία.
Σε ήπια συμπτωματολογία η θεραπεία με κρύες κομπρέσες,αγγεισυσταλτικά και τοπικούς ανταγωνιστές των υποδοχέων της ισταμίνης είναι ασφαλή και συνήθως αποτελεσματικά φάρμακα. Οι σταθεροποιητές των μαστοκυττάρων σε μορφή κολλυρίων χρησιμοποϊούνται σε αλλεργικές επιπεφυκίτιδες που επιμένουν με μόνο μειονέκτημα τη καθυστερημένη τους δράση.
Τα κορτικοστεροειδή χρησιμοποϊούνται σε βαρύτερες περιπτώσεις. Η χρήση τους πρέπει να γίνεται πάντα μετά από συννενόηση με τον οφθαλμίατρο λόγω των ανεπιθύμητων ενεργειών που έχουν μετά από μακροχρόνια και μη ελεγχόμενη χρήση. Η δόση που δίνεται είναι η ελάχιστη με βάση την ανταπόκριση και την ανοχή του ασθενούς.